τρίφυλλος — three leaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίφυλλος — η, ο / τρίφυλλος, ον, ΝΜΑ, και τρίσφυλλος, ον, Α 1. αυτός που έχει τρία φύλλα (α. «τρίφυλλο άνθος» β. «τρίφυλλος λωτός», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφυλλο(ν) αρχιτεκτονικό κόσμημα από τρεις τεμνόμενους κύκλους νεοελλ. 1. χαρτί τής τράπουλας… … Dictionary of Greek
τριφύλλους — τρίφυλλος three leaved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίφυλλοι — τρίφυλλος three leaved masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίφυλλον — clover neut nom/voc/acc sg τρίφυλλος three leaved masc/fem acc sg τρίφυλλος three leaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
τρίσφυλλον — τὸ, Α βλ. τρίφυλλος … Dictionary of Greek
τρίσφυλλος — ον, Α βλ. τρίφυλλος … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριφυλλίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό οξαλίς, κν. γνωστό σήμερα ως λάπαθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίφυλλος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀκανθ ίς)] … Dictionary of Greek